αγλέουρας

αγλέουρας
και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο
1. Βοτ.
κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών
2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐλλέβορος > ἐλλέβορας > ἀλλέβουρας > ἀλλέουρας > ἀγλέουρας.
ΠΑΡ. ἀγλεουρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγλέουρας — αγλέουρας, ο και αγκλέουρας, ο ένα δηλητηριώδες φυτό (γαλατσίδα)· χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: Έφαγε τον αγλέουρα (πάρα πολύ). – Να βγάλεις τον αγλέουρα (να βουβαθείς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκλέορας — και αγκλέουρας, ο ο αγλέουρας* …   Dictionary of Greek

  • αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”