- αγλέουρας
- και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο1. Βοτ.κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐλλέβορος > ἐλλέβορας > ἀλλέβουρας > ἀλλέουρας > ἀγλέουρας.ΠΑΡ. ἀγλεουρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.